Θυμάστε που σας έλεγα για τον κυρ Τάσο, τον άντρα της γειτόνισσας της κυραλεξάντρας, που όλο το διάστημα της καραντίνας δεν έχει βάλει κώλο μέσα, όλο καβαλάει τ αμάξι και αλωνίζει, στο πεάκι του και οι απαγορεύσεις και ο ιός και η προχωρημένη ηλικία και τα θέματα υγείας του, την έχει δει ντεσπεράτο, απέθαντος, βρουμ βρουμ, γκαζώνει κιόλας ο μπρούκλης. Η κυράλεξάντρα είπαμε, είδε κ απόειδε που δε βάζει μυαλό ο άντρας της, δεν ασχολείται πια, δεν τον κυνηγάει κ σταμάτησε να τσακώνεται κ μαζί του, βαρέθηκε – έκανε κ λογαριασμό στο tinder και ψιλοτσεκάρει τι παίζει, σου λέει σήμερα είναι ο Τασούλης, αύριο δεν είναι, ας έχω ψιλοκάνει τα κουμάντα μου, 71 χρονών είμαι, δε με πήραν κ τα χρόνια, τα σέβεντις είναι τα νέα φόρτις μπitches!
Σήμερα λοιπόν, έγινε το απίστευτο. Είδα τον κυρ Τάσο, στην αυλή του σπιτιού του ΜΕ ΜΑΣΚΑ! Δεν την είχε φορέσει τόσους μήνες, δεν έβγαινε καν έξω με μάσκα, κ τώρα την φοράει μέσα στο σπίτι, τι φάση; Του έβαλε μυαλό η γυναίκα του; Έμαθε πως η κυρά του ράβεται με μαύρο κρεπ και ταράχτηκε κ είπε να της χαλάσει τα σχέδια;
Μ’έτρωγε κ μένα η περιέργεια, είπα να πα να πω ένα “γεια”, πλησίασα στο φράχτη του κ του έπιασα κουβεντούλα, τον ρώτησα κ τι παίζει με τη μάσκα. Περίλυπος, μου έδειξε λίγο πιο πέρα, σε μια καρέκλα στο πεζούλι της πόρτας του.. γυρνάω το βλέμμα μου και τι να δω, ΛΙΑΖΟΤΑΝ Ο ΜΑΜ-ΡΑ Ο ΠΑΝΤΟΤΙΝΟΣ! “Η πεθερά μου!” μου λέει..
!!!
Σοκ κ πέος.
Όπως μου εξήγησε, επρόκειτο για τη μάνα της κυράλεξάντρας, ετών 97, ζωή να’χει η γυναίκα. (Εγώ το λέω αυτό, όχι ο κυρ Τάσος, αυτός απ ότι κατάλαβα έχει ενστάσεις επί του θέματος). Η γιαγιά ζούσε μόνιμα με την οικογένεια του γιου της, αλλά η νύφη πλέον δήλωσε παραίτηση από αποκλειστική νοσοκόμα και ο κλήρος έπεσε στην κυράλεξάντρα να πάρει τη μάνα της σπίτι, σωστό και δίκαιο και έτσι έπρεπε να γίνει, τι να κάνουμε τώρα…
Η καλη γιαγιούλα λοιπόν, στα 97 της ζόρικο τυπάκι. Έχει λέει άποψη για όλους και για όλα, ψέλνει τον κυρΤάσο από το πρωί μέχρι το βράδυ, δεν τον πάει μία. Τον λέει και “κωλόγερο” (78 ο κυρΤάσος) και τον ενημέρωσε απ έξω απ έξω ότι θα τον θάψει η κόρη της και η ίδια θα βάλει τα δυνατά της να σηκωθεί να χορέψει στον τάφο του. Τώρα, για να είμαι ειλικρινής, εγώ τα ενδοοικογενειακά τους δεν τα γνωρίζω κ δεν ξέρω αν η γριά έχει λόγους που σιχτιρίζει κ καταριέται τον κυρΤασούλη ή αν απλά έχει σφυρίξει λόγω άνοιας, και ένιωσα κ άβολα που σταμάτησα να πω ένα γεια κ ο άλλος άρχισε να μου εξιστορεί κατεβατά λες και είμαι η Σία Λιαροπούλου, λέω τώρα θα πλησιάσει και η γριά και θα αρχίσουν τα “όλο χαρτιά πέιζ κι όλο χαρτιά πέιζ” και θα σκάσει μύτη και η Χριστίνα με τον Σαμίρ και τη μάνα του Στέφανου, να, αυτά δε μπορώ.
“Τέλος πάντων” του λέω, “καλό κουράγιο κυρΤάσο μου. Και μπράβο σου που φοράς και τη μάσκα μην κολλήσεις τίποτα τη γιαγιούλα”
“Όχι” μου λέει ‘δεν κατάλαβες. Δεν την φοράω γι’αυτό”
“αλλά;;”
“Θες να έρθεις μέσα;” μου λέει “και θα καταλάβεις!”
“οχι καλέ μου, δεν κάνει.”
“ε καλά, πήγαινε γύρω γύρω, από τη μεριά του φράχτη που κάθεται η γριά και θα καταλάβεις”
Ρε μπούστημ, μ έτρωγε η περιέργεια.
Πράγματικα, κάνω τον κύκλο, πάω απ έξω, φράχτη φράχτη, από τη μεριά που καθόταν η γιαγια και σηκώνω το χέρι μου σε χαιρετισμό.
“ΩΡΑ ΚΑΛΗ, ΓΙΑΓΙΑ!” της λέω.
Με καρφώνει με βλέμμα βλοσυρό και ΑΡΧΙΖΕΙ ΜΛΚ ΜΟΥ ΕΝΑ ΚΟΝΣΕΡΤΟ ΓΙΑ ΟΠΛΟΠΟΛΥΒΟΛΑ, ΕΝΑΝ ΚΑΤΑΙΓΙΣΜΟ ΠΥΡΩΝ, ΜΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ τατατα τατατατα τατατατατατα ταταταταταταταραρατατατατα – μου πέσανε τα φρύδια.
Οποία ΜΠΟΧΑ.
Να με κοιτάζει ατάραχη και να συνεχίζει να αερίζεται με κρότο, λες και γιορτάζαμε το μιλένιουμ ΚΑΜΠΟΥΜΜΜΜΜΜΜ ΠΦΦΦΦ ΤΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣ ΚΡΑΑΑΑΑΑΑΑΟΥ τα πυροτεχνήματα και τα βαρελότα, δεν ειχα πάει ποτέ στο Βροντάδο της Χίου, έ.. τηλεμεταφέρθηκα!
Φίλε, φαντάσου σκηνικό, ΑΝΟΙΧΤΟΣ ΧΩΡΟΣ ΣΕ ΕΞΟΧΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΓΥΡΩ ΓΥΡΩ ΑΓΡΟΚΗΠΟΙ ΚΑΙ ΔΑΣΑΚΙΑ… και πέσανε και πεθάνανε τα χαμομήλια. Πεταγόντουσαν άγρια ζώα από τις κρυψώνες τους και βγαίνανε στον κεντρικό δρόμο, κάνανε ώτοστοπ, είδα κάτι αλεπούδες να πέφτουνε στη θάλασσα να σωθούνε, ΕΙΔΑ ΧΕΛΩΝΕΣ ΝΑ ΑΝΕΒΑΙΝΟΥΝΕ ΣΤΑ ΔΕΝΤΡΑ, ΓΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΜΠΟΧΑ ΜΙΛΑΜΕ, η γιαγιά ατάραχη έδινε πόνο με τις τελευταίες νότες, τις πιο κουφές και πιο θανάσιμες, εκεί που έλεγες ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ, ΘΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΩ, έβγαζε κάτι πνιχτά ηχάκια, πρκτκτκτκτκτκτκτ τςςςςςς φφφφφ [ήχος που σβήνει] και η οσμή η τελευταία Η ΠΙΟ ΘΑΝΑΣΙΜΗ σου διαπερνούσε το dna, τα μιτοχόνδρια των κυττάρων σου.
Ητο μία φρικτή εμπειρία.
Γυρνάω με δάκρυα στα μάτια, κοιτάζω τον κυρΤάσο, μου ανταποδίδει το πονεμένο βλέμμα, κατεβάζει λίγο τη μάσκα και ρωτάει ‘κατάλαβες τώρα’ ;
Η δε γιαγιά, περιχαρής πλέον που συνέβαλε στην εξολόθρευση μου και σίγουρη πως μετράω ώρες ζωής πια, καθώς έχω επιμολυνθεί από τον ραδιοβιοχημικό πόλεμο που μου εξαπέλυσε, σήκωσε και αυτή το χέρι της και μου ανταπέδωσε τον χαιρετισμό:
– ΩΡΑ ΚΑΛΗ ΚΑΙ ΣΕ ΣΕΝΑ, ΚΟΡΗ ΜΟΥ. Οση σου έμεινε, τέλος πάντων.