[Διήγημα]
Γεννήθηκα μέσα σε μια οικογένεια που το “μπράβο” το έδιναν με το σταγονόμετρο. Οι γονείς μου με ωθούσαν συνεχώς να γίνω καλύτερη στα μαθήματα μου, στα αθλήματα, στην κοινωνική μου συμπεριφορά, στους τρόπους μου, μια συνεχής προσπάθεια η ζωή μου, ένας αγώνας να επιτύχω, στα μάτια τους. Να ανταποκριθώ στις προσδοκίες τους.
Οι δικοί μου ήταν πολύ γρήγοροι στο να μου επισημαίνουν τα λάθη μου. Τα απέδιδαν σε απροσεξία, σε ανοησία, σε ανεπάρκεια. Περίμεναν περισσότερα από εμένα, ενώ ταυτόχρονα με έπειθαν πως τα σφάλματά μου τα περίμεναν, δεν τους εξέπληττε ποτέ η αστοχία και η αποτυχία μου. Δεν μου έκοβαν τα πόδια, μα το μόνιμο κίνητρο τους ήταν “κοίτα μην κάνεις πάλι λάθος!”
Δεν θυμάμαι πολλά μπράβο. Και όσα θυμάμαι είχαν πάντα σχέση με εκείνους.
– Η κόρη σας ζωγραφίζει καταπληκτικά!
– Ναι, το έχει πάρει το ταλέντο από τη γιαγιά της, επίσης πολύ καλή ζωγράφο. Ίσως την φτάσει κάποια μέρα
– Η κόρη σας είναι πολύ καλή μαθήτρια!
– Τόσα λεφτά για ιδιαίτερα, αυτό έλειπε, άλλα παιδιά δεν έχουν καθόλου βοήθεια, εμείς υποστηρίζουμε συνέχεια, εξ ου και πάει καλά.
– Η κόρη σας είναι πολύ ευγενικό παιδί!
– Εμείς τα παιδιά μας έτσι τα μάθαμε, να είναι ευγενικά! Από τους γονείς ξεκινάνε όλα.
Η προοπτική να μπω στο πανεπιστήμιο ήταν αδιαπραγμάτευτη. Δεν τόλμησα καν να εκφράσω άποψη. Και ας είχα εκδηλώσει ενδιαφέρον για το θέατρο. “Καλά καλά, πάρε το πτυχίο σου πρώτα και έχεις καιρό για χόμπι και θέατρα, τα μαθήματα σου πρώτα! Κοίτα μην χάσεις χρονιές και κόβεσαι σε μαθήματα!”
Πήρα το πτυχίο μου, το χλιαρό “επιτέλους!” συνοδευόταν από “μπορούσες και με καλύτερο βαθμό, αν ήθελες”.
Έπρεπε γρήγορα να βρω δουλειά.
Πέρασα από συνεντεύξεις, δε μου έκαναν χάρη, άξιζα την πρόσληψη μου. Ασφαλώς συνοδεύτηκε από ένα “εμείς που σε βάλαμε στη δουλειά!” μόνο και μόνο επειδή μου υπέδειξαν τη θέση, λες και αν δεν άξιζα θα με προσελάμβαναν χατιρικά.
Και μετά παντρεύτηκα. Έναν άνθρωπο ίδιο οι γονείς μου. Άλλος ένας “προπονητής” να μου κρατάει το ρυθμό, “μπορείς και άλλο” “μπορείς και καλύτερα” “μην κάνεις λάθη!”
Καμία επιβράβευση για οτιδήποτε κατάφερνα ως σύζυγος, νοικοκυρά και μητέρα. Σε όλα τα δύσκολα που πέρασα, ήταν δίπλα μου να τσεκάρει την πρόοδο μου. Ανέπνεε στον αυχένα μου, έδινα “εξετάσεις”, κάθε μέρα. Κανένα “μπράβο”, κανένας έπαινος ποτέ, καμία ηθική επιβράβευση στην προσπάθεια, την κούραση μου, τα ξενύχτια, τη δουλειά μου. Καμία κατανόηση. Ποτέ δεν ένιωσα ένα χέρι παρηγορητικό στον ώμο. Μόνο χέρια που με έσπρωχναν να κόψω ένα αόρατο νήμα τερματισμού. ΕΓΩ. Η ΑΙΩΝΙΑ ΔΡΟΜΕΑΣ. Σε έναν στίβο επιβίωσης. Γιατί ΖΩΗ, δεν ήταν αυτό. Μία πισίνα ήταν, που όλο μου το είναι, βρισκόταν κάτω από το νερό. Κλεφτές ανάσες έπαιρνα και μετά, βούλιαζα ξανά.
Το όνειρο του θεάτρου όμως, σιγόκαιγε μέσα μου, κρατούσα τη σπίθα ζωντανή στο μυαλό και την καρδιά μου.
Κρυφά.
Μόλις τα παιδιά μεγάλωσαν λίγο, γράφτηκα σε μια σχολή θεάτρου. Δεν είπαν τίποτα οι γονείς και ο σύζυγος μου, μα μάντευα την αποδοκιμασία και τον κρυφό χλευασμό τους. Μα, όσο ήμουν συνεπής στα καθήκοντα μου, δεν προσπαθούσαν να με αποτρέψουν. Κι ας μην άκουσα ποτέ μια ενθαρρυντική κουβέντα από τη μεριά τους για το θέμα. Ίσως ένιωσαν πως αν δεν μου επέτρεπαν αυτό μου το “καπρίτσιο”, θα με κατάπινε για τα καλά το νερό που κολυμπούσα και θα έχαναν την πρωταθλήτρια τους, που τόσο καλά εκπαίδευαν τόσα πολλά χρονιά.
Ήμουν καλή. Πολύ καλή. Μου το έλεγαν οι άλλοι, οι ξένοι. Και το καταλάβαινα και ‘γω. Μα λαχταρούσα την κουβέντα των δικών μου ανθρώπων.
Δεν την πήρα ποτέ.
Τις λιγοστές φορές που ήρθαν σε παράσταση, ένιωσα πως το έκαναν αγγαρεία, σε σημείο που πλέον παρακαλούσα να μην πατήσουν. Έδειχναν επιλεκτική κώφωση στις επευφημίες των θεατών, στα καλά τους λόγια, κόσμος τους έδινε συγχαρητήρια για μένα, εκείνοι κουνούσαν συγκαταβατικά το κεφάλι, ενώ επέμεναν να ενημερώνουν πως στην πραγματικότητα, έχω σπουδάσει κάτι άλλο, στην πραγματικότητα ΕΙΜΑΙ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ.
Έψαχνα να δω στα μάτια τους τη λάμψη της υπερηφάνειας για μένα.
Δεν συνέβη ποτέ αυτό.
Πέρασε καιρός. Πάτησα καλά στα πόδια μου θεατρικά. Ήμουν πια ηθοποιός. Ανακοίνωσα πως αφήνω την δουλειά μου, θα είμαι πια επαγγελματίας ηθοποιός.
Μούδιασαν. Έμειναν ανέκφραστοι. Το περίμενα κι ας ήλπιζα ενδόμυχα αλλιώς.
Βγήκα από την πισίνα που μούλιαζα, όλη μου τη ζωή. Οι ανάσες μου πια, είναι αβίαστες. Μα, μοναχικές.
Οι “προπονητές” σώπασαν. Τους απογοήτευσα.
Ζω πλέον από το θέατρο. Εισπράττω καθημερινά τον θαυμασμό του κόσμου για το ταλέντο μου.
Μα η οικογένεια μου, παραμένει σιωπηλή. Το “μπράβο” δεν ήρθε ποτέ.
Δίνω καθημερινα τεράστιο αγώνα, για να μην νιώθω ελλιπής, μισός άνθρωπος που ψυχαναγκαστικά προσπαθεί να ικανοποιήσει μια μάνα, έναν πατέρα, έναν σύζυγο. Απομακρύνθηκα από τα δικά τους θέλω για μένα, έσπασα τα καλούπια τους. Μα φοβάμαι πως όσο ζω, θα ψάχνω στο κοινό, κάτω στη σκηνή, τη λάμψη στα μάτια τους.
Μια ζωή θα ελπίζω. Να μην πονάει τόσο η ανάγκη μου για αποδοχή.
Μα, έστω και επώδυνα πια, παίρνω τις ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ ανάσες.
Και πίσω δεν γυρνώ.
Υπόκλιση.
Κουρτίνα.