Είμαι γύρω στα 23-24 κ μου ζητάει να βγούμε ο ιδιοκτήτης του πάρκινγκ που έβαζα το αμάξι μου στη δουλειά, ωραίος τυπάκος, αρκετά μεγαλύτερος, πολύ γοητευτικός (και πολύ παντρεμένος, έμαθα εκ των υστέρων, το οποίο δεν γνώριζα προφανώς όταν δέχτηκα με χαρά, να βγούμε).
Ενώ έχει αυτοκίνητο, έρχεται κ με παίρνει από το σπίτι μου με μεγάλου κυβισμού μηχανή, το χειρότερο μου έτσι; Αν το ήξερα (μαζί με το γενονός πως ήταν παντρεμένος ο μπ@σταρδος) δεν θα έβγαινα ποτέ.
Δε θυμάμαι τι φορούσα, θυμάμαι όμως καλά το 8ποντο γοβάκι, φακ μάι λάιφ, έτσι;
“Ανέβα” μου λέει, ω θεοί.. Οκ, κοντή δε με λες, λέω “το’χω” και πατάω εκεί το π@παράκι που πατάμε για να ανέβουμε και απλώνω πόδι πλοκάμι, κλείνω τα μάτια κι όποιον πάρει ο χάρος, κάνω τη χορευτική φιγουρα ωωωωωωωπααααα, κατάφερα καβάλησα, λίγο του ξέζωσα τα πουκάμισα, λίγο του’βγαλα τα βρακιά από το παντελόνι καθώς τον γράπωσα για να ανέβω, τέλος πάντων ΑΝΕΒΗΚΑ στο θεριό. Ουφ!
Προς τιμήν του, μου περνάει κι ένα κράνος στην κεφάλα, φίλε πόσο βαρύ το ένιωθα!. Είχα στραβοκάτσει κ λίγο στη μηχανή, το ένα μου γκωλομέρι καθόταν στη σέλα, το άλλο ήταν λίγο στον αέρα, προσπαθούσα να παλαντζάρω κ την κεφάλα μέσα στο ενυδρείο, μια ομορφιά, ένι γουέη, μου λέει “πάμε!” και φύγαμε…
Φτάνουμε Φωκίωνος Νέγρη, στο Lucky Strike, όσοι το θυμάστε, τα αρχαία εκείνα χρόνια…
Παρκάρει λοιπόν τη μηχανή στη σειρά, εκεί που έχει κ πολλές άλλες, κοντά στο περίπτερο… “Φτάσαμε, κατέβα” μου λέει.
Εύκολο να το λες ΕΣΥ, παλιοπαπάρα!
Αναστενάζω βαθιά, ανασηκώνομαι ελαφρά, πατάω το αριστερό πόδι στο παπαράκι το σκαλοπατάκι της μηχανής δε ξέρω πως το λένε, σηκώνω το δεξί πόδι φίλε, γλιστράει το τακούνι στο πόδι που πάταγε, [κάντε το εικόνα σε αργή κίνηση] με παίρνει κ το βάρος του κεφαλιού μέσα στο κράνος από αριστερά, και φεύγω με τσάμικο κίνηση σηκώνω πόδι – φτύνω τσαρούχι, πάνω στις άλλες μηχανές που ήταν παρκαρισμένες η μία δίπλα στην άλλη.
ΚΑΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΛΚ ΜΟΥ ΝΤΟΜΙΝΟ! Ντουπ ντουπ νταπ ντουπα νταπ γκνουπ γκνταααααν, πεταγόταν κόσμος μέσα από τα μαγαζιά να δουν τις μηχανές τους που έπεφταν σαν δέντρα που τα κόβουν με τσεκούρι- ο άλλος να προσπαθεί να με σηκώσει, εγώ να μη μπορώ να δω δεξιά αριστερά να έχει σφηνώσει το κράνος, ΣΑΣ ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΜΕΤΑ… Πήγαμε για καφέ, δεν πήγαμε, ιδέα δεν έχω… Δεν ξαναβγήκαμε OBVIOUSLY και Φωκίωνος έχω να πάω από τότε, μαθαίνω πως όταν βρέχει ξεκολλάνε οι αφίσες με τη μούρη μου από τους στύλους της ΔΕΗ, “WANTED DEAD OR ALIVE, mostly dead” – αλλά τις ξανακολλάνε μετά… Ακόμα με ψάχνουν 😫