… φοράει διαφορετικά παπούτσια.
– Κουμπώνει το παλτό του, Ιούλη μήνα.
– Μιλάει μόνος του, απαντάει στον εαυτό του κιόλας.
– Παίζει με τα παιδιά μπάλα στην πλατεία, καμιά φορά τα τρομάζει όμως, φωνάζει δυνατά και τα πιο μικρά τον τρέμουν. Οι μαμάδες τους τότε ψευτομαλώνουν τον τρελό “ε, για ηρέμησε λίγο, μου τρομάζεις το παιδί” και κείνος βάζει την ουρά στα σκέλια και λουφάζει, τρελός είναι – όχι χαζός! Δεν τα βάζεις με μανάδες!
Μένει μόνος του σε μια καλύβα, λίγο έξω απ΄ το χωριό. Εκεί του αρέσει, δεν το αλλάζει. Όταν κάνει πολύ κρύο, όταν βρέχει ή όταν τον κυνηγάνε Ερινύες πάει στο αγροτικό ιατρείο και κοιμάται, του στρώνει η νοσοκόμα ένα ραντζάκι, βρίσκει ευκαιρία ο γιατρός και του παίρνει και μια πίεση, του έχει κάνει και με το ζόρι κάνα δυο εμβόλια. Και στο γραφείο του κοινοτάρχη, στον καναπέ στο σαλονάκι τον αφήνουν και κοιμάται όταν δεν έχει κόσμο, και στον αστυνομικό σταθμό τα παιδιά που έχουν βάρδια. Και από την καλύβα του περνάνε και τσεκάρουν όταν μένει μόνος του “όλα καλά, λαμόγιο;” του φωνάζουν και φεύγουν ήσυχοι γελώντας, όταν εκείνος απαντάει με βρισιές και πρόστυχα πειράγματα.
Η Αντριάννα η κομμώτρια του λέει: “Έλα βρε κούκλε μου που σε πεθύμησα, έλα να σε δω!” και εκείνος (που του αρέσει να μυρίζει το άρωμα της) πάει στο μαγαζί της και της κάνει το χατήρι και κάθεται και τον λούζει και τον κουρεύει κιόλας. Και ο Λάμπρος, ο κουρέας τον φωνάζει “έλα ρε διάολε να σε ξυρίσω, πως θα αρέσεις στις γυναίκες έτσι!” και τον κερνάει και τσιγαράκι.
Τα μεσημέρια τρώει στο καφενείο, πάντα έχει στο ψυγείο φαγητό για εκείνον – φωνάζει ο Ανέστης ο καφετζής γιατί δεν συνεννοούνται καλά μεταξύ τους οι νοικοκυράδες και πάνε όλες από ένα πιάτο “ε δε γίνεται δουλειά έτσι! Μου πιάνετε όλο το ψυγείο” και θα τις οργανώσει λέει τώρα η κυρά Ελπίδα, δίκιο έχει ο Ανέστης που φωνάζει. Έφτιαξαν ένα πρόγραμμα, ποιες μέρες θα πηγαίνει φαγητό η κάθε μία. Τα βράδια πάντα τρώει στην παπαδιά, που του πλένει και τα ρούχα και τον κυνηγάει να κάνει μπάνιο, είναι μπελάς η παπαδιά, τον μαλώνει που είναι βρόμικα τα νύχια του “δε ντρέπεσαι μωρέ;” του λέει και εκείνος μουρμουρίζει αλλά δε τολμάει ν’ αντιμιλήσει, όλοι την σκιάζονται την παπαδιά, έτσι ξερακιανή και αυστηρή που είναι! Μα όταν εκείνη πάει για ύπνο, του κάνει νόημα ο παπάς να φέρει το μπουκάλι, κρυφά, από το ντουλάπι. Και σπάνε λίγα αμύγδαλα και μένουν σιωπηλοί. Kαι περνάει η νύχτα.
Μα καμιά φορά, σκοτεινιάζουν οι ουρανοί μέσα στο μυαλό του. Και πέφτει κάτω ο Τρελός, στη μέση της πλατείας και ουρλιάζει σα θηρίο πληγωμένο και γουρλώνει τα μάτια και φτύνει και βγάζει αφρούς. Καταριέται το Θεό, Τον προκαλεί, Τον βρίζει.
“Φέρ’ την πίσω” Του φωνάζει. “ΦΕΡ’ ΤΗΝ ΠΙΣΩΩΩΩΩΩΩΩ” και χτυπάει με τα χέρια του το χώμα και τραβάει τα μαλλιά του και γεμίζει ο νους του και τ’ αυτιά του αστραπές. Μια λάμψη του ξεσκίζει την ψυχή στα δύο, σαν τον κεραυνό που χτύπησε την Αμαλία του, πριν 30 χρόνια – εκεί που έσερνε το χορό στο γλέντι, νυφικό ήταν το τελευταίο ρουχαλάκι της.
– Φέρ’ την μου πίσω Άτιμε, φέρ’ την πίσωωωωω…
σιγοσβήνει η φωνή του πριν σωριαστεί κατάχαμα και σωπάσει εξαντλημένος.
Κανείς δεν τον πειράζει, δεν τον ενοχλεί κανένας τότε. Μόνο όταν ησυχάσει λίγο, κάποιος θα πάει να τον σηκώσει στα πόδια του και να του φέρει λίγο νερό να πιει και θα τον πάει σπίτι του να τον βάλει να ξαπλώσει.
Όλοι τον ξέρουν εδώ. Όλοι τον αγαπάνε.
Τον Τρελό του Χωριού.