Ας πω κ γω την εμπειρία μου όσον αφορά αποτρίχωση σώματος ΜΕ ΚΕΡΙ. Θα ξεφτιλιστώ; Προφανώς. Αλλά έτσι βγάζω το ψωμί μου, παίδες, οπότε ντοντ τζατζ.
Αν και μελαχρινή λοιπόν, από κάποιο βίτσιο της φύσης, δεν έχω έντονη τριχοφυΐα. Γι’ αυτό και άργησα σε σχέση σε άλλα κορίτσια και αγόρια της ηλικίας μου να ασχοληθώ με το θέμα. Εκεί γύρω στα 17, ξεκίνησε να με ψιλοαπασχολεί, καθότι έπαιξε και γκο μενάκι και άρχισαν σιγά σιγά να αποκαλύπτονται περιοχές του σώματος μου, κεκαλυμμένες επιμελώς ως τότε, ΤΑ ΜΠΙΚΙΝΙΑ ΕΝΝΟΩ, ΟΚ; Χρησιμοποιούσα ήδη ξυράφι σε μασχάλες και γάμπες αλλά ως εκεί. Φίλες μου όμως (και κάνα δυο φίλοι πολίστες), μου είπαν πως σε περιοχές πιο ευαίσθητες, το ξυράφι δεν είναι λύση και να δοκιμάσω κερί για πιο μόνιμες λύσεις. Οκ λέω, πόσο δύσκολο μπορεί να είναι… Δεν ξέρω γιατί δεν το είπα στη μάνα μου, μάλλον επειδή θα με ρωτούσε γιατί θέλω να αποτριχώσω την Πεπίτα μου κι άντε να εξηγείς, awkward οκ. Εκ του αποτελέσματος, ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΤΗΣ ΕΙΧΑ ΜΙΛΗΣΕΙ, ΑΦΟΥ ΤΟ ΕΜΑΘΕ ΟΥΤΩΣ Η ΑΛΛΩΣ, όπως θα διαβάσετε παρακάτω.
Πάω λοιπόν και αγοράζω αποτριχωτικό κερί, σε ένα τσίγκινο πιατάκι, τη μεγάλη συσκευασία. Πάω σπίτι περιχαρής και μιας που έλειπαν οι δικοί μου βάζω μπροστά την επιχείρηση «κωδικός ΓΙΟΥΛ ΜΠΡΙΝΕΡ». Βάζω το τσίγκινο πιατάκι στο μάτι της κουζίνας, ανάβω το μάτι, λιώνει το κερί, να ΖΕΜΑΤΑΕΙ ΤΟ ΡΗΜΑΔΙ το πιατάκι, να μην μπορώ να το πιάσω, να χύνω το μισό στην κουζίνα, να μην μπορώ να το καθαρίσω, να ζεματάω τα δάχτυλα μου, να λιώνω τα δαχτυλικά μου αποτυπώματα, ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ; Όχι, δυστυχώς, κυρίες και κύριοι. ΕΠΕΜΕΙΝΑ. Προχώρησα στην αποστολή μου.
Παίρνω λοιπόν ένα ξύλινο σπατουλάκι που διέθετε η συσκευασία (μας υποχρέωσες, κερί) αρχίζω να πασαλείβω τα μπούτχια μου. Κρυώνει η μλκία, κάνω μία χραααααααααατς, την τραβάω. Ένιωσα ενόχληση, αλλά μιας και είχα από φυσικού μου ελάχιστο χνούδι μόνο εκεί, η φάση δεν ήταν απάλευτη. «Ωραία» λέω, «το’χουμε» και προχωρώ τη διαδικασία. Πιάνω και περνάω 2-3 στρώματα κερί ΤΟ ΕΠΙΜΑΧΟ ΣΗΜΕΙΟ, ΦΙΛΕ. ΟΛΟ. ΠΕΡΑ ΔΩΘΕ. ΠΑΝΩ ΚΑΤΩ. ΜΕΣΑ ΕΞΩ. ΝΙΩΣΕ ΜΕ ΛΙΓΟ. ΟΛΟ. ΠΑΝΤΟΥ.
Σας αφήνω λίγο να νιώσετε.
ΟΛΟ.
ΠΑΝΤΟΥ.
Πάρα πολύ ωραία. Το αφήνω να κρυώσει, λα λα λα, τι ωραία που περνάμε, ας το βγάλουμε.
Ας το βγάλουμε, είπα.
Ναι.
Όχι.
Δεν έχω λόγια. Την πρώτη φορά που έκανα να τραβήξω το κερί, ούρλιαξα. Τη δεύτερη, λιποθύμησα.
Συνήλθα, κοιτάω, το κερί είχε γίνει τσιμέντο. Άρχισε να με χτυπάει η κρίση πανικού.
Να προσπαθώ να το βγάλω, να πέφτω λιπόθυμη, να συνέρχομαι, να κλαίω, να ουρλιάζω, να τραβάω, να ταβλιάζομαι ξερή, να συνέρχομαι – φαύλος κύκλος. ΠΑΝΙΚΟΣ. Να προσπαθώ να το βγάλω με νερό και σαπούνι, να γίνεται χειρότερο. Τι να κάνω, τι να κάνω, το μυαλό μου είχε παγώσει. Τότε μου ήρθε η φαεινή ιδέα… ΘΕΡΜΟΤΗΤΑ! Θα έπρεπε να λιώσω το κερί, για να μπορέσω να το αφαιρέσω, δεν υπήρχε άλλη λύση. Δεν ξέρω γιατί δεν σκέφτηκα το σεσουάρ, ΑΠΛΑ ΔΕΝ ΞΕΡΩ, ΜΗ ΜΕ ΡΩΤΑΤΕ.
Αυτό που σκέφτηκα, ήταν… ο φούρνος.
Τρέχω στην κουζίνα, γυμνή από τη μέση και κάτω, με το κερί κολλημένο ΕΚΕΙ. Ανάβω τον φούρνο στο γκριλ και αφού πύρωσε καλά καλά… ανοίγω το πορτάκι, το καβαλάω για να πλησιάσω όσο πιο κοντά γίνεται ΚΑΙ ΚΟΛΛΑΩ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ ΣΤΟ ΦΟΥΡΝΟ.
Και ασφαλώς, επειδή αυτή είναι η μοίρα των πεφωτισμένων ανθρώπων, εκείνη την ώρα γυρνάνε οι γονείς μου από τη δουλειά και μπαίνουν στην κουζίνα. Και αντικρίζουν το ξεβράκωτο παιδί τους, να έχει καβαλήσει το φούρνο και να κλαίει καθώς το γκριλ της ξερόψηνε το εφήβαιο.
Ναι.
Ο πατέρας μου βγήκε από την κουζίνα χωρίς να πει λέξη, δεν το έχουμε συζητήσει έκτοτε, νομίζω το έχει διαγράψει από τη μνήμη του, ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει τη δυνατότητα να διαγράφει πολύ τραυματικές εμπειρίες ως άμυνα. Η μάνα μου, έμεινε. Έτσι είναι αυτά τα πράγματα, ΜΑΝΑ, ΦΙΛΕ! Βλέπει το παιδί της να χαμουρεύεται με το γκριλλ και ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΠΙΣΩ. Με λυγμούς και σπαραγμούς, της εξήγησα τη φάση και εννοείται άρχισε και εκείνη να κλαίει. Έχυσε δάκρυα καυτά, χρόνια είχε να γελάσει έτσι, χίλιες ευχές μου έδωσε για το καλό που της έκανα, καινούργιο συκώτι έφτιαξε.
Έκλεισε το φούρνο, μου είπε πως όταν τελειώσει όλο αυτό θα με γδάρει για τις ζημιές με το κερί στο μάτι της κουζίνας και σιγά σιγά με αμυγδαλέλαιο άρχισε να μου ξεκολλάει τα κεριά από το δέρμα μου, χιλιοστό χιλιοστό, ενω ότι μπορούσε έκοβε με ένα ψαλιδάκι. Ενδιάμεσα, μιας και η διαδικασία κράτησε πολλές ώρες, φάγαμε κιόλας… Εγώ φορούσα το βρακί μου κι ένα σορτσάκι, κανονικά με τα κεριά κολλημένα μέσα. Ο πατέρας μου, μιλούσε για τον καιρό, το μεσανατολικό και τον φίλο του τον Περικλή, τον συμβολαιογράφο, καιρό λέει είχε να τον δει, θα πήγαινε την επόμενη μέρα να τον συναντήσει διά προσωπική του υπόθεση. (Η πρώτη από τις πολλές φορές που με αποκλήρωσε.)
Πολλές εργατοώρες μετά και ενώ πια είχε μείνει κερί μόνο στις χαράδρες των Ιμαλαΐων, η μάνα μου, μου είπε «η ζωή είναι σκληρή, να το θυμάσαι» – «τι εννοείς μανουλΟΥΑΑΑΑΑ ΑΡΓΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚ ΧΟΛΛΙ ΜΟΛΛΙ ΓΟΥΑΚΑΜΟΛΛΙ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ ΔΕ ΠΕΗΝ!!!!!» και ξαναλιποθύμησα, καθώς είχε τραβήξει απότομα το κερί που είχε μείνει και μαζί, τις τρίχες, το δέρμα και τις ωοθήκες μου.
Η όλη ιστορία μου άφησε ένα μικρό έγκαυμα στο επίμαχο σημείο, που για να γλιτώσω άβολες συζητήσεις κατά καιρούς, έλεγα πως είναι σημάδι εκ γενετής και μια σειρά συνεδρίες λέηζερ που με απήλλαξαν από μελλοντικές μου ενασχολήσεις με το θέμα “αποτρίχωση”.
[Απόσπασμα από το βιβλίο με τίτλο Πλανήτης Φυστίκι, εκδόσεις Memento]