Η κυρά Λευτερία τινάχτηκε σαν ελατήριο μόλις άκουσε την κόρνα, «πωπώ ήρθε η κούρσα» είπε δυνατά, «τώρα ΕΡΧΟΜΑΙ!» φώναξε, λες και μπορούσε να την ακούσει ο οδηγός του αυτοκινήτου, από μέσα από το σπίτι της. Έφερε μια βόλτα αλαφιασμένη τις δύο κάμαρες της παλιάς μονοκατοικίας, να δει αν έχει ξεχάσει τίποτα, από τα Χριστούγεννα έκανε ετοιμασίες μην τυχόν και άφηνε τίποτα πίσω, αλίμονο της. Αναστέναξε αγχωμένη. «Ε τώρα κι άμα ξεχνάω τίποτα, την άλλη φορά πάλι» μονολόγησε ξανά, προσπαθώντας να ξεγελάσει τον εαυτό της πως δεν πειράζει και πως δε χάθηκε δα κι ο κόσμος, σάμπως είναι η τελευταία φορά που πάει;
Ο Άγης που είχε ανοίξει ήδη το πορτ μπαγκάζ, έτρεξε να πάρει τις δύο μεγάλες τσάντες όσο η γυναίκα κλείδωνε την εξώπορτα της.
– Αργούμε;
– Όχι κερά μου, 7 φεύγει το καράβι, νύχτα είναι ακόμα!
– Μιάμιση ώρα είναι το λιμάνι από το χωριό κι άμα γενεί τίποτα κι αργήσουμε; Άμα χάσω το καράβι κακομοίρη μου σ’ έφαγα!
– Το χάσαμε ποτέ μωρέ Λευτερία, τόσα χρόνια; Μη μου λες τέτοια τώρα και δεν έχω πιει καφέ!
– Πολύ μιλείς!! Πολύ μιλείς, πάμε!
Μάταια ο Άγης έκανε να της πιάσει κουβέντα στη διαδρομή, μέχρι να φτάσουν στο λιμάνι της Νάξου. Ούτε χωρατά καταλάβαινε, ούτε γλυκιές κουβέντες. Την έτρωγε η αγωνία, έσφιγγε τα χείλια, ανησυχούσε λίγο ο οδηγός, στα 67 της η Λευτερία τα είχε τα κιλάκια της – και την πίεση της και το ζάχαρο της και τις αρρυθμίες της. Κι ας ήταν σκυλί ακόμα στη δουλειά της, δεν την άφηνε τη βελόνα, αυτή την ζούσε από τότε ακόμα που ήταν νέα κοπέλα και γύρισε στο νησί. Δυο χρόνια είχε δουλέψει στην Αθήνα, υπηρεσία στο σπίτι ενός εφοπλιστή.
Μια κούκλα ήταν η Λευτερία στα νιάτα της, την θυμόταν από μικρός ο Άγης, μα το είχε ακούσει και από άλλους. Πολλοί άνδρες έκαναν να την πλησιάσουν μα δε δέχτηκε κανέναν. Κάπου ακούστηκε πως στην Αθήνα έπιασε έναν αγαπητικό όσο δούλευε υπηρέτρια, μα αυτός την παράτησε λέει και γι’ αυτό εκείνη γύρισε πίσω στο νησί, γι’ αυτό και δεν πήρε ποτέ κανέναν άλλο άνδρα. Πολλά πολλά όμως, δεν ήξερε κανείς. Το μόνο σίγουρο ήταν πως η Λευτερία παντρεύτηκε τη βελόνα. Μ’ αυτήν συντήρησε τη μάνα της μέχρι που η γριούλα πέθανε, αυτή η βελόνα της έδωσε μια ψωροσύνταξη και με τη βελόνα συμπλήρωνε ακόμα, για να πληρώνει τα φάρμακα της. Με τη βελόνα έκανε τα κουμάντα της και τρεις φορές το χρόνο πήγαινε στην Αθήνα. Προπαραμονή Χριστουγέννων, Μεγάλη Εβδομάδα και 14 Ιουνίου.
Μεγάλη Πέμπτη σήμερα. Δεν έπρεπε να χάσει το καράβι!
Την ταχτοποίησε ο Άγης στο καράβι και απομακρύνθηκε ανήσυχος.
– Θα σε περιμένω το απόγεμα ε;
– Ναι, άμε στο καλό.
– Βαριές οι τσάντες μωρέ Λευτερία.
– Δεν έχω ανάγκη, άμε να κάνεις καμιά διαδρομή παιδί μου, του χαμογέλασε και τον έδιωξε.
Μία η ώρα έδεσε το καράβι, από τους πρώτους βγήκε η Λευτερία, όρθια ήταν στην πόρτα με τις τσάντες παραμάσχαλα, πολύ πριν μπούνε στο λιμάνι, έσπρωξε, την έσπρωξαν, μιάμιση ήταν στο ταξί για Μαρούσι. Έπεσαν σε κίνηση, βαριανάσαινε από το άγχος η γυναίκα, την λυπήθηκε ο ταξιτζής, έκοβε δρόμο όπου μπορούσε. Δυόμιση η ώρα, την άφησε έξω από ένα μεγάλο γυάλινο κτίριο στην Κηφισίας. Τις έβγαλε τα πράγματα από το πορτ μπαγκάζ και την κοίταξε λίγο ανήσυχος να ξεμακραίνει βιαστική, βαριές του φάνηκαν κι εκείνου οι τσάντες, πραγματικά…
Κοντοστάθηκε η γυναίκα έξω από το τεράστιο κτίριο. Κάθε φορά σαν πρώτη φορά, λίγωνε η καρδιά της, κόβονταν τα γόνατα της, είχε μεταλλική γεύση στο στόμα. Ξανασήκωσε τις τσάντες που είχε αφήσει μια στιγμή κάτω και προχώρησε. Μπήκε στο ασανσέρ και πάτησε το κουμπί του 7ου. Άκουγε τον σφυγμό της στα μηνίγγια της, ε καλά τώρα, δεν θα ανησυχούσε και για την πίεση. Έφτασε, έσπρωξε την βαριά γυάλινη πόρτα εισόδου των γραφείων και πέρασε στο σαλόνι υποδοχής. Διστακτικά, πλησίασε το γραφείο της γραμματείας. Μια νέα κοπέλα που δεν είχε ξαναδεί, την κοίταξε αυστηρά από την κορυφή ως τα νύχια.
– Θα θέλατε… ;
Δεν συνήθιζε να υποδέχεται ηλικιωμένες γυναίκες στην εταιρία, μάλλον κάποιο λάθος θα είχε κάνει η κυριούλα.
– Τον Φίλιππο θα ήθελα να δω!
– Φίλιππο;
– Τον Φίλιππο ναι, εδώ είναι το γραφείο του.
– Δεν συνεννοούμαστε, είπε η γραμματέας ανυπόμονα και ύψωσε τη φωνή της στην γυναίκα. Ποιον Φίλιππο, Κυρία μου; Ξέρετε που έχετε έρθει;
– Κυρία Ελευθερία μου, πως είστε! Τι κάνετε! Μια 40χρονη κομψή γυναίκα, βγήκε από ένα γραφείο και πλησίασε χαμογελαστή την Λευτερία. Η κοπέλα στη ρεσεψιόν απόρησε.
«Ντέπυ, η κυρία θα δει τον κύριο Χατζηανδρέου, μόνο που θα περιμένετε λίγο, κυρία Ελευθερία μου, είναι σε μίτινγκ αλλά δεν θα αργήσει, εντάξει; Καθίστε, να σας προσφέρουμε καφέ;»
Η Λευτερία χαμογέλασε ανακουφισμένη στην γραμματέα του Φίλιππου και ζήτησε λίγο νερό μόνο. Κάθισε απέναντι από τη Ντέπυ που συνέχισε τη δουλειά της κανονίζοντας ραντεβού και τηλεφωνήματα, που και που λοξοκοιτώντας την γυναίκα με τα παλιομοδίτικα ρούχα και παπούτσια που είχε καρφώσει τα μάτια της στην πόρτα του γραφείου του προέδρου της εταιρίας. Με τα παλιά, φθαρμένα σακ βουαγιάζ στο πλάι της, πρόσωπο κουρασμένο, απεριποίητο, χωριάτικο. Μόνο τα μάτια της ξεχώριζαν, αν έπαιρνε κανείς το χρόνο του να τα παρατηρήσει. Βαθιά πλέον στις κόχες τους, κρυμμένα πίσω από θλιβερές μικρές βλεφαρίδες. Όμως γκρι. Ασυνήθιστο γκρι. Δυο σταγόνες ατσάλι σε ένα άκομψο, βαρύ, παλιακό σώμα.
Είκοσι λεπτά περίμενε η Λευτερία, αιώνας της φάνηκε. Έστρωνε και ξανάστρωνε τη φούστα της με τρεμάμενο χέρι, λεπτό δεν πήρε το βλέμμα από την πόρτα. Όταν άνοιξε, σταμάτησε η καρδιά της.
– Νονά μου! Καλώς την!
Ο Φίλιππος Χατζηανδρέου πλησίασε την γυναίκα με μεγάλες, χαρούμενες δρασκελιές. Η Ντέπυ στη ρεσεψιόν έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Η Λευτερία χάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα στην αγκαλιά του 47χρονου άνδρα. «Έλα μέσα» της είπε , «δικά σου είναι αυτά; Θα τα πάρω εγώ, είναι βαριά!». Την οδήγησε στο μεγάλο μοντέρνο γραφείο του και πήρε τα χέρια της στα δικά του.
– Τι κάνεις, πως είσαι;
– Ε, μιας και ήρθα Αθήνα και με έβγαλε ο δρόμος μου από εδώ, είπα να περάσω να δω και αυτό το καλό παιδί. Να σου εφέρω και δυο κουλουράκια που έφκιασα και λίγο τσουρέκι, λίγο πράγμα και πολλή αγάπη. Και ένα άσπρο κερί για την Ανάσταση!
– Καλή μου νονά, ποτέ δε με ξεχνάς! Χριστούγεννα, Πάσχα, στα γενέθλια μου! Λες και είμαι κανένα παιδάκι, βρε γέρασα, δες εδώ! είπε και άγγιξε το κεφάλι του με τα αραιωμένα μαλλιά.
– Μην το λες αυτό, μην το ξαναπείς αυτό, πολύ νέος είσαι, τον μάλωσε η Λευτερία και πήγε να χαϊδέψει το κεφάλι του Φίλιππου μα το μετάνιωσε, δάγκωσε τα χείλια της και τράβηξε το χέρι της πίσω. «Τα παιδιά, πες μου τι κάνουν τα παιδιά! Η γυναίκα σου; Η μαμά σου;»
– Καλά είναι, καλά! Η Στεφανία με την Ελπίδα έχουν φύγει ήδη για Αράχωβα για Πάσχα και εγώ με τον Αλέξανδρο θα φύγουμε αύριο, θα πάρουμε και τη μητέρα μου, απλά είχα να τελειώσω με κάτι δουλειές εδώ στο γραφείο, είχε και ο Άλεξ κάπου να πάει με τους φίλους του, αύριο όμως θα πάμε και μεις. Όλοι καλά είναι. Ε, η κυρία Ελισάβετ – τα γνωστά, την ξέρεις, με τις φιλανθρωπίες της τρέχει όλη μέρα. Από τότε που πέθανε ο πατέρας μου αυτή είναι η ασχολία της, 86 χρονών είναι και δεν έχει ησυχία!
– Καλά να είναι η γυναίκα, καλή γυναίκα, άξια. Ζωή να έχει! – είπε η Λευτερία και έκανε μια παύση να πάρει κουράγιο. Με φωνή σχεδόν παρακαλετή, ψιθύρισε «έχεις καμιά φωτογραφία να δω τα παιδιά;»
Γέλασε ο Φίλιππος, κάθε φορά το ίδιο του ζητούσε. Να της δείξει φωτογραφία τα παιδιά. Την είχε προσκαλέσει σπίτι να τα δει, να τα γνωρίσει από κοντά, μα δεν δέχτηκε ποτέ. Πάντα περαστική και βιαστική ήταν.
Παράξενη γυναίκα η νονά του. Από μικρός που ήταν, του φαινόταν περίεργο που οι γονείς του είχαν κάνει κουμπαριά με αυτήν την απλοϊκή νησιώτισσα. Ήξερε πως κάποτε είχε δουλέψει στο πατρικό του και η μητέρα του του είπε πως ήταν η πρώτη του νταντά, εξ ου και της πρότειναν να τον βαφτίσει. Λόγω της μεγάλης αγάπης που του είχε. Δεν την θυμόταν όμως ποτέ στο σπίτι του, είχε φύγει για το νησί της όταν ο ίδιος ήταν ακόμα μωρό, είχε μάθει πως έπρεπε να γυρίσει στη μάνα της που την χρειαζόταν. Αυτά τα λίγα του είχαν πει οι γονείς του και εκείνος δεν είχε μάθει ποτέ κάτι περισσότερο. Όπως και να έχει, τρεις φορές το χρόνο, Χριστούγεννα, Πάσχα και στα γενέθλια του, πήγαινε να τον δει. Για πέντε – δέκα λεπτά κάθε φορά.
Άνοιξε το κινητό του ο Φίλιππος και της έδειξε φωτογραφίες, τον 17χρονο νεαρό και την 14χρονη κοπελίτσα. Η Λευτερία έβαλε τα γυαλιά της με χέρια που έτρεμαν.
«Ψυχές μου…» νόμιζε πως είπε από μέσα της, μα το είπε απ’ έξω και ο Φίλιππος την άκουσε και χαμογέλασε. Την αγαπούσε τούτη την καλή γυναίκα.
Άγγιξε την οθόνη του κινητού με τις άκρες των δακτύλων της και εκείνο έκλεισε, τρόμαξε η γυναίκα, νόμιζε πως το χάλασε. Την καθησύχασε ο Φίλιππος και το άνοιξε , κοιτούσε η Λευτερία τα παιδιά μα δεν τολμούσε να αγγίξει την οθόνη πάλι.
Ξαφνικά θυμήθηκε. Τα πράγματα!
– Να σου δείξω τι σου έφερα! Κουλούρια. Τσουρέκια, δικά μου! Κρασί, δικό μας. Λάδι. Τυρί, έχετε ψυγείο εδώ, το είχα και στο ψυγείο του καραβιού, βάλ’το μη χαλάσει! Και αμυγδαλωτά και γλυκά κουταλιού. Μία εσάρπα για τη γυναίκα σου εγώ την έπλεξα, να τη φοράει για αυτή την εποχή είναι! Και για σένα μια ζακέτα να φοράς, μην ξεγελαστείς που ανοίγει ο καιρός, ακόμα ψύχρα κάνει. Και αυτά για τα παιδιά.
Έδωσε στον Φίλιππο δύο φακελάκια, από 100 ευρώ είχε στο κάθε ένα μέσα. «Από την νονά σου τη Λευτερία που τα αγαπάει πολύ, να τους πεις!»
Ο Φίλιππος κοίταξε τη γυναίκα στα ματιά. Άστραψαν τα γκρίζα βλέμματα τους. Έσκυψε το κεφάλι εκείνη και τότε χτύπησε την πόρτα διακριτικά, η γραμματέας του «Κύριε Χατζηανδρέου, έχει έρθει το τελευταίο σας ραντεβού, ο κύριος Πετράκης». Η Λευτερία πριν προλάβει να μιλήσει ο Φίλιππος, έσκυψε και πήρε τα άδεια σακ βουαγιάζ «μη σε καθυστερώ, πρέπει και γω να φύγω, έχω πολλές δουλειές σήμερα, μέρα που είναι, περαστική ήμουν! Καλή Ανάσταση να έχεις αγόρι μου, να μου φιλήσεις τα παιδιά και την σύζυγο και τις ευχές μου στην μητέρα σου.»
Έξι ώρες αργότερα, το πλοίο έδενε στο λιμάνι της Νάξου. Από τους τελευταίους κατέβηκε η Λευτερία. Βήματα βαριά, δύσκολα, πρησμένα πόδια, τόσο κουρασμένα… Την περίμενε ο Άγης. Δεν είπαν πολλές κουβέντες. Μιάμιση ώρα αργότερα την άφησε στην πόρτα του σπιτιού της.
– Καλά θα είσαι κερά Λευτερία;
– Καλά. Άμε και συ να ξεκουραστείς, Αγιώ μου. Ενύχτωσε.
Έβγαλε τα παπούτσια της στο χωλ με το πολυκαιρισμένο μωσαϊκό. Μπήκε στην κάμαρη της. Μια σταλιά δωματιάκι. Έβγαλε το καλσόν και τη μπλούζα της. Και μετά, κατέβασε τη φούστα της.
Γύρισε προς τον καθρέφτη, με τις σκουριασμένες γωνίες, στην πόρτα της παλιάς ξύλινης ντουλάπας. Κοίταξε την αντανάκλαση του σώματος της. Χαμηλά.
Με τα ακροδάχτυλα της έτρεξε τη γραμμή στην κοιλιά της. Τη χαρακιά που δεν έσβησε ο χρόνος, 47 χρόνια τώρα. Ζωοφόρος μαχαιριά. Χιλιοστό χιλιοστό ένιωσε την τομή της καισαρικής.
«Ψυχή Μου!» είπε φωναχτά. «ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ!»