Το Dunwich της Αγγλίας στις αρχές του 1400, ήταν μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές πόλεις – συναγωνιζόταν το Λονδίνο και το Bristol. Έμποροι, χωρικοί, στρατιώτες και αριστοκράτες γίνονταν ένα στην πολύβουη αγορά νωρίς το πρωί, για να ξεχωρίσουν αμέσως μετά. Επιστροφή στα λιμάνια, στα χωριά, στα στρατόπεδα και στα κάστρα σε μία κοινωνία που έφερε όλα τα χαρακτηριστικά της περιόδου. Μεσαίωνας.
Μια γυναίκα τυλιγμένη στον φθαρμένο της μανδύα, άπλωσε την πραμάτεια της στην αγορά. Μέσα στην ομίχλη, ξημερώματα σχεδόν ακόμα, το μόνο που μπορούσε να διακρίνει κανείς ήταν το κατακόκκινο φόρεμα της μέσα από το μαύρο πανωφόρι της, από μακριά έμοιαζε με κινούμενη φλόγα μέσα στην καταχνιά, μέσα στις άλλες μονόχρωμες φιγούρες που αγόραζαν, πουλούσαν, έκλεβαν, ανέπνεαν τον παγωμένο αέρα εκείνου του πρωινού.
Η γυναίκα δεν ήταν μόνη. Άλλη μια κινούμενη φλόγα έτρεχε γύρω της. Πιο μικρή, μα πιο ζωηρή – έστρωνε κι εκείνη κατάχαμα το εμπόρευμα. Βότανα, μαντζούνια, γιατρικά και μαγιολίκια. Δούλευε με επιμέλεια μα που και που, ξέφευγε από την προσοχή της τσιγγάνας μάνας της και υπακούοντας έναν ρυθμό που της ταλάνιζε την σκέψη, αφηνόταν να λικνιστεί – κόκκινο φόρεμα και εκείνη, σαν αιμάτινη κηλίδα έμοιαζε από μακριά, που την κινούσε ο αέρας, την χόρευε, μια δεκατριάχρονη αιμορραγία ήταν η μικρή τσιγγάνα στο σώμα της αγοράς που έσφυζε από καλούς, κακούς, άγιους και καταραμένους εκείνη τη μέρα. Κι ένας αδύναμος ήλιος που σηκώθηκε ψηλά στον ουρανό, κανέναν δεν ζέστανε, όλοι τύλιξαν πάνω τους πιο σφιχτά τα πανωφόρια τους. Όλοι εκτός από τη μικρή μάγισσα που άφησε τις τρεμάμενες ακτίνες να της χαϊδέψουν έναν σταρένιο βελούδινο λαιμό και 2 χέρια που είχαν την υφή, το χρώμα και το άρωμα κάποιας μακρινής αμμουδιάς της Μεσογείου – πόσο παράταιρο θέαμα σε βρετανικό έδαφος, σ’ εκείνη την αγορά! Μα, κανείς δεν έδινε σημασία. Το κρύο, η βιασύνη και το παγωμένο αίμα των ανθρώπων αυτής της γης, τους έκανε να στρέφουν τα μάτια τους σε εμπορεύματα μόνο, κέρματα που άλλαζαν χέρια και σε φρουρούς που περιπολούσαν ανάμεσα στον κόσμο, για να εντοπίσουν φτωχοδιάβολους, φυγόποινους και ταραξίες.
Το ‘κανε η τύχη και πέρασε μέσα από την αγορά εκείνη τη μέρα, ο στρατιώτης γιος ενός μεγάλου άρχοντα με τη συνοδεία του, όλοι ζεστοί ακόμα από μάχες σε χώρες μακρινές για χάρη του Σταυρού, για τα λάφυρα και τον πυρετό του ιερού πολέμου.
Ούτε ο νεαρός στρατιώτης κρύωνε και μέσα στο μυαλό του χόρευαν μουσικές από σπαθιά που ξέσκιζαν σάρκες, μυρωδιές της Ανατολής που είχε αφήσει πίσω του, αιμάτινες φιλοδοξίες για το Θρόνο και άγριος πόθος για ζωή.
Και για ένα δευτερόλεπτο διασταυρώθηκαν οι ματιές της μικρής τσιγγάνας και του αρχοντόπουλου. Η μάγισσα κόρη “είδε”.
Και για ένα δευτερόλεπτο ο χρόνος στον μεσαίωνας της Αγγλίας σ’ εκείνη την αγορά του Dunwich, άνοιξε μια τρύπα και όλα στροβιλίστηκαν στη δίνη της.
Μέσα σ’ένα δευτερόλεπτο η μάνα πρόλαβε να πέσει στα γόνατα, ικετεύοντας τον να της χαρίσει το παιδί της “άρχοντα μου, λυπήσου την, είναι παιδί ακόμα!”. Μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο της πέταξε ένα πουγκί χρυσό ένας άλλος στρατιώτης, όσο ο νέος άντρας άρπαζε την τσιγγανοπούλα, την ανέβαζε στο άλογο του και χανόταν μακριά.
“Είδε” κι άλλα η μικρή μάγισσα εκείνο το δευτερόλεπτο, σ’ εκείνη τη ρωγμή του χρόνου.
Τον είδε να την πηγαίνει στο δάσος, να την κάνει δική του σε μια παλιά καλύβα, να ζει μαζί της μαγεμένος. Τον είδε να επιστρέφει στον πατέρα του, να του ζητάει να την φέρει στο κάστρο τους και τον πατέρα του να ακουμπάει τη λάμα του σπαθιού του απειλητικά, στο λαιμό του μονάκριβου του.
Σε ένα δευτερόλεπτο, “είδε” τον εαυτό της να τον περιμένει να γυρίσει, μονάχη της μέσα στο δάσος. Να παίζει με τα ξόρκια της και τα μαγικά τραγούδια της που πάντα τον έκαναν να επιστρέφει στην αγκαλιά της, εξαρτημένος, δεμένος σφιχτά με αόρατες κλωστές από το δέρμα στο κορμί της. Όπως της είχε μάθει η μάνα της, που καταράστηκε το αρχοντόπουλο να πονέσει για το παιδί του, όπως πόνεσε εκείνη την ώρα που άρπαξε το δικό της.
“Είδε” κι άλλα ακόμα η μαγισσούλα. Τον αγαπημένο της να παντρεύεται μια πριγκίπισσα, υπακούοντας με βαριά καρδιά τον πατέρα του. Και δεν άντεξε άλλο να τον περιμένει η μικρή τσιγγάνα τους μήνες που δεν πήγαινε κοντά της – και ξεκίνησε με το κουρελιασμένο κόκκινο φόρεμα της να τον βρει στη μεγάλη πόλη. Και πρόλαβε να τον δει στη μεγάλη γιορτή του παλατιού που άνοιξε τις πύλες για χωρικούς, ζητιάνους και φτωχούς, μόνο για εκείνη τη μέρα – τη μέρα των πριγκιπικών γάμων, μαζεύοντας από το χώμα ένα από τα κέρματα που πέταξαν οι υπηρέτες στο λαό, για να γιορτάσει και να ευχηθεί μαζί τους. Μα εκείνη δεν ευχήθηκε, μόνο ψιθύρισε απόκρυφες κουβέντες.
Ξαναγύρισε στο δάσος της και σύντομα την βρήκε εκεί ο αγαπημένος της ξανά, μα δεν της είπε λέξη. Μόνο λόγια έρωτα καθώς την έπαιρνε και της ορκιζόταν πως την αγαπούσε, πριν χαθεί ξανά από κοντά της.
Και περνούσε ο καιρός και η πριγκίπισσα δεν έφερνε παιδί στον κόσμο κι ας πλάγιαζε δίπλα στον άντρας της, του οποίου τα μάτια ποτέ δεν άστραψαν από πόθο για εκείνη. Και περνούσε ο καιρός και εκείνος πάντα γυρνούσε στη μάγισσα του. Που τον αγκάλιαζε και πύρωνε την καρδιά και το σώμα του. Μια μέρα πήρε το χέρι του και το ακούμπησε στη γυμνή κοιλιά της και εκείνος ένιωσε φτερούγισμα. Πίσω στο κάστρο του, η γυναίκα του έμενε στείρα, του στερούσε την φιλοδοξία της συνέχεια του – μα, στο δάσος, ήταν όλα όσα ποθούσε.
Πόνεσε η μικρή τσιγγάνα όταν “είδε” τη συνέχεια. Είδε το αρχοντόπουλο της να μιλάει ξανά στον πατέρα του για εκείνη και αυτή τη φορά εκείνος να μην πιάνει το σπαθί του. Τον είδε να σφίγγει τις γροθιές του και να στέλνει τους ανθρώπους του σε κείνη, πριν ο γιος του τους προλάβει. Είδε το κελί που την έκλεισαν και λίγο καιρό αργότερα να σπαράζει μόνη της , φέρνοντας στον κόσμο το παιδί της. Το μονάκριβο και πολύτιμο παιδί που της πήραν από τα χέρια πριν το ακουμπήσει στο στήθος της και τώρα πια η μικρή μάγισσα δεν τραγουδούσε ξόρκια μα ξέρναγε κατάρες.
Το τελευταίο που “είδε”, ήταν να μεταμορφώνεται σε μια έχιδνα γυναίκα, με μάτια σαν δυο κομμάτια έρεβος και καρδιά λυσσασμένης λύκαινας, μια φιγούρα που πολύ λίγο έμοιαζε με την τσιγγανοπούλα που άρπαξε κάποτε από τη μάνα της το αρχοντόπουλο, να μπαίνει κρυφά στο παλάτι που η πριγκίπισσα μεγάλωνε το κλεμμένο μωρό. Και όταν πήρε το παιδί στα χέρια της κι έκανε να φύγει, την περικύκλωσαν φρουροί και ο άντρας που κάποτε αγαπούσε, με το σπαθί του στο χέρι.
“Δώσε μου το παιδί και φύγε” της φώναξε μα είχε έρθει η ώρα να εκπληρωθούν όλες οι κατάρες. Η τσιγγάνα πλησίασε στο πιο ψηλό παράθυρο του κάστρου και επικαλούμενη τη μάνα της με μια απόκοσμη κραυγή, πήδηξε αγκαλιά με το παιδί στο κενό. Εκείνος λύγισε στα γόνατα του…
Ένα δευτερόλεπτο κράτησαν όλα όσα είδε η μικρή τσιγγάνα, εκεί στην αγορά του Dunwich, ένα παγωμένο πρωινό – ξημερώματα σχεδόν ακόμα. Ένα δευτερόλεπτο έμεινε ανοιχτή η σχισμή στο χρόνο, ακριβώς την ώρα που διασταυρώθηκε το βλέμμα της κοπέλας με εκείνο του γιου του άρχοντα.
Ένα δευτερόλεπτο μετά, η μικρή τράβηξε τα μάτια της από πάνω του και με θολωμένο από τον πόνο μυαλό έκρυψε το πρόσωπο της στο ρούχο της μάνας της που από διαίσθηση και πριν ακόμα την πλησιάσουν οι στρατιώτες, άρπαξε το παιδί της και άρχισε να τρέχει ξέφρενα μέσα στον κόσμο, παρατώντας την πραμάτεια της, μέχρι που οι άντρες την έχασαν. Αρκετή ώρα αργότερα, κρυμμένες σε ασφαλές σημείο, άκουσε την κόρη της τρεμάμενη να της λέει : “Είδα, μάνα! ΕΙΔΑ!”. Την αγκάλιασε και προσπάθησε να την παρηγορήσει. “Σώπα παιδί μου, σώπα. Γλιτώσαμε”. Η μικρή που έκλαιγε στην αγκαλιά της τσιγγάνας, δεν είδε τη μάνα της που όσο την καθησύχαζε, δάγκωνε τα χείλη της.
Γλίτωσαν;
Στο κάστρο του άρχοντα, ένας νέος ζητούσε από τον πατέρα του άντρες. “Πρέπει να την βρω, πατέρα.” Ο μεγάλος άντρας χαμογέλασε και υπάκουσε στο καπρίτσιο του γιου του. Μια γυναίκα ήταν, καμιά ομορφούλα που θα είδε στο παζάρι. Ας την έβρισκε να την γλεντήσει – πόσο καιρό άλλωστε θα αλήτευε ο γιος του έτσι… Σύντομα θα παντρευόταν και θα τον διαδεχόταν. Είχε μεγάλες φιλοδοξίες για την οικογένεια τους.
“Πήγαινε” του είπε, και χάιδεψε το πιγούνι του με ικανοποίηση. Ας κάνει αυτό που θέλει, σκέφτηκε. Τι κακό θα κάνει μια μικρή χωριατοπούλα; Όλα είχαν κανονιστεί.
Όλα είχαν κανονιστεί.