Σχεδόν την έσυραν την πιτσιρίκα στο γάμο. Καθόλου δεν ήθελε. Βαριόταν, ήθελε να μείνει στο ξενοδοχείο να μιλάει με την κολλητή της στο τσατ. Αλλά οι γονείς της ήταν ανένδοτοι. Εφόσον τους είχαν καλέσει σε κρητικό γλέντι κατά τη διάρκεια των διακοπών τους στο Ρέθυμνο, θα πήγαιναν για να μην προσβάλλουν τους φίλους τους. Και δεν διαπραγματεύονταν την πιθανότητα να αφήσουν την κόρη τους πίσω μόνη, στο δωμάτιο. Όσο και αν εκείνη διαμαρτυρόταν και επέμενε πως δεν ήταν μωρό και δεν θα πάθαινε τίποτα. Με μούτρα ετοιμάστηκε και ξεκαθάρισε πως ναι μεν θα ακολουθούσε αναγκαστικά αλλά θα την άφηναν ήσυχη να λιώσει στο κινητό της. “Εφηβεία” σκέφτηκε η μαμά της και αναστέναξε.
Δεν είχε ξαναδεί τόσο κόσμο σε γάμο ποτέ η μικρή. Έκλεινε συνέχεια τ’ αυτιά της, την τρόμαζαν οι μπαλοθιές. Με το κινητό στο χέρι περιέγραφε στη φίλη της τον χαμό που επικρατούσε. Είναι τρελοί αυτοί οι Κρητικοί! Οι γονείς της απολάμβαναν τα τεκταινόμενα. Οι φίλοι τους, που τους είχαν προσκαλέσει, ήταν στενοί συγγενείς των γονιών του γαμπρού και τους καλοπρόσεχαν όπως πάντα συμβαίνει σε ξένους στη Κρήτη. Μα το μικρό τουριστριάκι δεν περνούσε καλά. Την ενοχλούσε αυτός ο πανικός και η αλλόκοτη φασαρία, ήθελε να γυρίσει στο δωμάτιο της, να ακούσει τις δικές της μουσικές, αυτά τα κρητικά δεν τα άντεχε καθόλου, πονούσαν τ’ αυτιά της.
Δεν είχε τελειωμό το μαρτύριο της κοπελίτσας εκείνο το βράδυ. Μετά την εκκλησία πήγαν στο γλέντι. Οι γονείς της είχαν αναμιχθεί με τον κόσμο, έτρωγαν, έπιναν και χόρευαν – είχαν αφήσει την κόρη τους την δόλια στο τραπέζι να παρακαλάει να τελειώσει αυτό το βάσανο. Μα οι ώρες περνούσαν και οι φίλες της στο κινητό πήγαν για ύπνο και οι λυράρηδες έπαιζαν και ο κόσμος χόρευε και εκείνη ήταν μόνη, μέσα σε τόσες εκατοντάδες, ξένο σώμα τούτο το νεαρό κορίτσι. Η νεαρή γυναίκα.
Και άπλωσε το χέρι σε μια ρακή. Και την έφερε στο στόμα. Και της έκαψε λίγο τα χείλη. Μα βαριόταν πολύ και σκέφτηκε να κάνει challenge στον εαυτό της και να πιει άλλη μια, να έχει να λέει στις φίλες της την άλλη μέρα. Και κατέβασε τρεις ρακές, το τουριστριάκι. Και οι μουσικές από τις λύρες δεν ήταν πια τόσο βασανιστικές.
Όλες οι νότες πια και οι φωνές του κόσμου και οι μουσικές και τα τραγούδια είχαν γίνει καλειδοσκόπιο στα μάτια της μικρής που ένιωθε να την παρασύρει ένα κύμα ευφορίας, αφέθηκε να την οδηγήσει αυτό το συνονθύλευμα των αισθήσεων. Σηκώθηκε στα πόδια της και τα βήματα της την έφεραν μπροστά στο νεαρό λυράρη που έπαιζε και τραγουδούσε και κοιτούσε την κοπελίτσα σαν να ήταν μόνη της εκεί μπροστά του.
Λες και έπαιζε για εκείνη μόνο.
Και το μικρό τουριστριάκι άρχισε να χορεύει για τον λυράρη μόνο. Και τα μεγάλα, ολοφώτεινα του μάτια, καψάλιζαν το θηλυκάκι που η φύση ήθελε να αφυπνίζονται για τα καλά οι αισθήσεις του εκείνο το καλοκαίρι.
Ο νεαρός κράταγε τη λύρα και την έκανε να λιγώνει, μέλωνε τα πόδια και την καρδούλα της μικρής, που μεθυσμένη από ρακές και νότες και πύρινες ματιές λικνιζόταν και έκλεινε τα μάτια και χόρευε και ένιωθε πως η φωνή του είναι τα χέρια του και τα χέρια του την κρατάνε και την αγκαλιάζουν σφιχτά και της ακουμπούν τα μάγουλα και της χαϊδεύουνε τα χείλη. Και μισάνοιξε τα μάτια της και την κοιτούσε ο νεαρός ακόμα – και μέσα στα μάτια του διάβασε τον πόθο που ήξερε πως καθρεφτιζόταν και στα δικά της μάτια.
Και λες και ήταν μόνα τους μέσα σε τόσο κόσμο, τα δυο αυτά παιδιά. Και λες και έγινε έκρηξη όταν διασταυρώθηκαν τα μάτια τους κ γεννήθηκε νέο σύμπαν, που χωρούσε μόνο αυτούς τους δυο. Τα νιάτα, τον πόθο και τις νότες…
Άφησε ο νέος τη λύρα και κατέβηκε στη πίστα και πήρε την κοπελιά από τη μέση και τα βήματα του ταίριαξαν τα δικά της. Έβγαλε το κεφαλομάντιλο του και της το πέρασε γύρω από το λαιμό. Και έσβησε ο κόσμος γύρω τους, άναψαν τα φώτα μόνο στον δικό τους γαλαξία.
Ήταν πρωί πια όταν το τουριστριάκι γύρισε στο ξενοδοχείο. Και δεν ήταν ίδια με την πιτσιρίκα που είχε αφήσει απρόθυμα το δωμάτιο, ώρες πριν.
Κοιμήθηκε με το μαντίλι του στο λαιμό της, να μυρίζει τη μυρωδιά του. Να μυρίζει τα μάτια του. Παράξενο πράμα. Μυρίζουνε τα μάτια των ανθρώπων; Εκείνου του αγοριού τα βλέφαρα λοιπόν, είχαν άρωμα βαρύ. Θυμάρι. Έγλειψε τα χείλια της πριν την πάρει ο ύπνος. Και είχαν κι αυτά θυμαρίσια γεύση.
Δεν ήταν άσχημα στην Κρήτη εκείνο το καλοκαίρι.
Αϊτός εβγήκε να κυνηγήσει
Να κυνηγήσει και να γυρίσει
Δεν εκυνήγα λαγούσ και ‘λάφια
Μόν’ εκυνήγα δυο μαύρα μάτια