Ανέκαθεν μου τη βάραγε στα νεύρα το καλοκαίρι. Παιδιόθεν, με στέλνανε πακέτο οι δικοί μου στο νησί και έμεναν εκείνοι πίσω να χαρούν τον έρωτα τους (με ξεχωριστούς παρτενέρ ο καθένας έχω την εντύπωση, κρίνοντας από την εξέλιξη των καταστάσεων.)
Τες πα, στο νησί έπηζα. Είχα μόνο μια φίλη, εκτός από το κοριτσάκι αυτό, δεν είχα κανέναν άλλο, εκτός από κάτι υπεραιωνόβιες θείες που με κυνηγούσαν με τον γνωστό ΚΕΦΤΕ ΝΕΜΕΣΙΣ, «μισή σ’ εχει αφήσει η μάνα σου στην Αθήνα, εδώ θα τρως, να το κατέεις» και μου κάνανε κεφαλοκλείδωμα και με μπουκώνανε με το ζόρι, σα χήνα, για να μου πάρουνε το συκώτι να το κάνουν φουά γκρα. Γυρνούσα Αθήνα, ασυνόδευτο αεροπορικώς, έρχονταν οι γονείς μου να με πάρουν από το αεροδρόμιο τους κοιτούσα, με κοιτούσαν, τους χαμογελούσα, μου χαμογελούσαν και έκαναν να πάρουν άλλο παιδάκι, δεν με αναγνώριζαν. (Βασικά ΕΛΠΙΖΩ να μην με αναγνώριζαν, όχι να έκαναν το κορόιδο για να μην με πάρουν πίσω σπίτι, μαζί τους!)
Άσε που τότε, δεκαετία 80, δεν υπήρχαν τρύπες του όζοντος και οδηγίες να μην καθόμαστε στους ήλιους και άλλα τέτοια φλώρικα. Με πετάγανε χύμα σε μια παραλία ντάλα μεσημέρι, όλες οι θειάδες κάτω από την ομπρέλα, εγώ να ξεροτηγανίζομαι «κολύμπα, κολύμπα, μη βγαίνεις!», έκανα να βγω και μου πετούσαν τσόκαρο στο κεφάλι για να ξαναμπώ μέσα στο νερό – ρε φίλε ούτε κουκουές το 67 να ήμουν στα παράλια της Μακρονήσου, έβγαινα κλαίγοντας, τσιτσίριζαν οι πατούσες μου στην καυτή άμμο, «όόόόόόόόχι, εκεί να σε δει ο ήλιος!» πάθαινε αφυδάτωση μέχρι και η σπλήνα μου.
Να είσαι λέει μαυροτσούκαλο εκ γενετής, φεύγεις από Αθήνα για το νησί αδύνατη και μελαχρινή, τύπου Rihanna (στο ασχημότερο, σκάστε) και γυρνάς δυόμισι μήνες μετά σαν τον Λούις Άρμστρονγκ ρε μλκ, τρομπετίστας με μάγουλα σαν ελικοδρόμιο:
I see trees of green, red roses too
I see them bloom for me and you
And I think to myself what a wonderful world
Πήγαινα σχολείο το Σεπτέμβρη και μου έλεγε η δασκάλα «χάου ντου γιου ντου, γιου λάικ άουρ κάντρυ, γιου καμ φρομ Εθιόπια; Τσιλντρεν σέυ ΓΟΥΕΛΚΑΜ του δε μπλάκμαν, λετς σινγκ τουγκέδερ, γουί αρ δε γουόόόόόοόόόρλντ, γουί αρ δε τσίλντρεν…». Πού θέλω να καταλήξω, μην αφήνετε τα παιδιά σας να ξερογκαργκανιάζονται στον ήλιο, μεγαλώνουν και σας κάνουν κείμενο μετά, να μάθετε!
Στο δε παλιό σπίτι της γιαγιάς μου στο «κωριό» τα καλοκαίρια, κοιμόμασταν 100 νομά σ’ ένα δωμά. Παιδιά, εγγόνια, βαφτιστήρια, ξαδέρφια, γαμπροί, παραγαμπροί, τουρλουμπούκι συνήθως τον Δεκαπενταύγουστο. Κάνα δυο θείοι κοιμόντουσαν στην αυλή σε ράντζα, οι πιο κυριλέ συγγενείς στα υπνοδωμάτια (έναν θείο που τον λέγαμε «γιατρό» τον έβαζε πάντα η γιαγιά μου και κοιμόταν στην καλή κρεβατοκάμαρα, μετά έμαθα πως ήταν ο «γιατρός της εξάτμισης», «εξατμισάς»! Στο μυαλό της γιαγιάς μου αυτός ο θείος ισοδυναμούσε με καρδιοχειρουργό – εξού και κοιμόταν στη «σουίτα» κι όχι σε ντιβανοκασέλες).
Εγώ με τις ξαδέρφες μου κοιμόμασταν στο σαλόνι, ήμουν ΤΟ ΠΑΙΔΙ επειδή ήμουν το πιο μικρό και πάντα με βούταγε μια ξαδέρφη και κοιμόμασταν αγκαλιά, κεφαλοκλείδωμα και νάνι, δε πα να ‘χε 40 βαθμούς έξω (και 52 μέσα), «το παιδί σκεπάστε, μην αρπάξει καμιά πούντα», ο πιο κρύος αέρας εντωμεταξύ ήταν η ανάσα του ΧΑΡΟΥ που ερχόταν να με πάρει, αφού ξεψύχαγα από ασφυξία, «άχου τοοο κοιμήθηκε το καημένο, κουρασμένο ήταν από το παιχνίδι» και γω είχα λιποθυμήσει, με είχε συνθλίψει η ξαδέρφη μου, ΩΡΑΙΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΡΕ ΦΙΛΕ.
Είχαμε κι έναν ξέμπαρκο μπάρμπα, δεν γνωρίζω ακριβώς τον βαθμό συγγένειας μαζί του κι απορώ κιόλας πώς βρέθηκε στο σπίτι της γιαγιάς, γιατί δεν ήταν γιος, αδερφός, ξάδερφος, νονός, μπατζανάκης ή γαμπρός, κανενός! Υποπτεύομαι πως το όνομά του ήταν ΜΠΑΡΜΠΑΣ, Γιώργος Μπάρμπας ξέρωγω, θείος της Βάνας, κι ήρθε μια μέρα στο σπίτι, είπε ότι τον λένε Μπάρμπα και του έστρωσε η γιαγιά μου να κοιμηθεί, μπορεί να του έγραψε και κάνα χωράφι.
Αυτός ο μπάρμπας λοιπόν, δεν ροχάλιζε. Όχι, δεν ονομαζόταν ροχαλητό αυτό το πράμα. Αυτό ήταν ο ήχος του ανοίγματος της 7ης πύλης της κολάσεως, είναι συρόμενη η πύλη, εεε αυτόν τον ήχο έκανε! Ήταν ο ήχος του ορυμαγδού, από τα έγκατα της γης, ήταν ο Αττίλας και ο στρατός του, ήταν η καταστροφή της Τροίας, η επέλαση των βαρβάρων, ο απόηχος του πυρηνικού ολέθρου στο Ναγκασάκι. Φίλε, ο τύπος δε ροχάλιζε. Δημιουργούσε μαύρες τρύπες στο χωροχρονικό συνεχές. Τρέμανε τα θεμέλια του σπιτιού, το χωριό, η επαρχία, μετατοπίζονταν οι λιθοσφαιρικές πλάκες. Και όλοι γύρω, απαθείς. Μόνο εγώ τον άκουγα, οι άλλοι κοιμόντουσαν σα ζώα ρε μπούστημ, τι κατάρα ήταν αυτή.
Μια φορά, τραβάει μια γερή κορόνα σα να εξερράγη χύτρα, που μέχρι κι αυτός τρόμαξε, πετάχτηκε όρθιος μισοκοιμισμένος και πέταξε μια σαγιονάρα προς άγνωστη κατεύθυνση, «ΟΞΩ ΜΠΟΥΣΤΗΗΗΗΗ» και ξαναταβλιάστηκε ημίνεκρος συνεχίζοντας το κονσέρτο για πολυβόλα.
Το σπίτι αυτό, το παλιό της γιαγιάς, το έχει πάρει εδώ και πολλά χρόνια μια ξαδέρφη μου, το έχει ανακαινίσει και το έχει κάνει ξενώνα κυριλέ για Γερμανούς, κυρίως. Φαντάζομαι τους φραγκάτους τουρίστες που πάνε να μείνουν εκεί, να ακούν το φάντασμα του μπάρμπα τα βράδια να ροχαλίζει και εκείνοι να πετάνε Βέρμαχτ στον αέρα για να σκάσει «ΙΧ ΒΙΛ ΧΟΥΜΠΛΕΝ ΣΚΑΣΕΝ, ΚΑΡΓΙΟΛΕΝ ΜΠΑΡΜΠΕΝ, ΜΑΣ ΞΕΚΟΥΦΕΝ!». […]
Το βιβλίο Πλανήτης ΦΥΣΤΙΚΙ, είναι διαθέσιμο από τις εκδόσεις Memento ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΦΥΣΤΙΚΙ (duh)